- αστυβοώτης
- (-ου), ο (Α)(για κήρυκα) αυτός που φωνάζει δυνατά μέσα στην πόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + βοώ (-άω). Ο τ. αστυβοώτης, που οφείλεται σε διέκταση (αντί του αστυβοήτης), οδηγεί στην υπόθεση ενός τ. *αστυβώτης (με ιωνική συναίρεση του -οη- σε -ω-)].
Dictionary of Greek. 2013.