αστυβοώτης

αστυβοώτης
(-ου), ο (Α)
(για κήρυκα) αυτός που φωνάζει δυνατά μέσα στην πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + βοώ (-άω). Ο τ. αστυβοώτης, που οφείλεται σε διέκταση (αντί του αστυβοήτης), οδηγεί στην υπόθεση ενός τ. *αστυβώτης (με ιωνική συναίρεση του -οη- σε -ω-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀστυβοώτης — crying masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστυβοώτην — ἀστυβοώτης crying masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”